- μεγαλαυχία
- μεγᾰλ-αυχία, ἡ,A boasting, arrogance, Pl.Tht.174d (pl.), Ly.206a, LXX 4 Ma.2.15.2 exultation, Longin.7.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγαλαυχία — μεγαλαυχίᾱ , μεγαλαυχία boasting fem nom/voc/acc dual μεγαλαυχίᾱ , μεγαλαυχία boasting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλαυχίᾳ — μεγαλαυχίαι , μεγαλαυχία boasting fem nom/voc pl μεγαλαυχίᾱͅ , μεγαλαυχία boasting fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλαυχία — η (Α μεγαλαυχία) [μεγάλαυχας] κομπασμός, καυχησιολογία, αλαζονεία («ἔν τε τοῑς ἐπαίνοις καὶ ταῑς τῶν ἄλλων μεγαλαυχίαις», Πλάτ.) αρχ. θριαμβολογία … Dictionary of Greek
μεγαλαυχίας — μεγαλαυχίᾱς , μεγαλαυχία boasting fem acc pl μεγαλαυχίᾱς , μεγαλαυχία boasting fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλαυχίαι — μεγαλαυχία boasting fem nom/voc pl μεγαλαυχίᾱͅ , μεγαλαυχία boasting fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλαυχίαν — μεγαλαυχίᾱν , μεγαλαυχία boasting fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλαυχίαις — μεγαλαυχία boasting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευχωλή — εὐχωλή, ἡ (Α) (επικ. τ.) 1. ευχή, δέηση, τάξιμο, υπόσχεση για θυσία ή αφιέρωση 2. μεγαλαυχία, κομπορρημοσύνη 3. αιτία για καυχησιολογία, καμάρι 4. θριαμβευτική επιφώνηση («εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
κομπολογία — κομπολογία, ἡ (Α) [κομπολόγος] μεγαλαυχία, αλαζονεία, κομπασμός … Dictionary of Greek
κομπορρημοσύνη — η (Μ κομπορρημοσύνη) [κομπορρήμων] μεγαλαυχία, περιαυτολογία, κομπασμός … Dictionary of Greek
κομπώδεια — κομπώδεια, ἡ (Α) [κομπώδης] κομπορρημοσύνη, μεγαλαυχία … Dictionary of Greek